σπαρακτικός

σπαρακτικός
σπαρακτικός, -ή, -ό και σπαραχτικός, -ή, -ό
επίρρ. , αυτός που προκαλεί σπαραγμό: Οι γυναίκες έβγαζαν σπαραχτικές κραυγές, καθώς τις έσερναν στην αιχμαλωσία. – Οι σπαρακτικοί της θρήνοι κατασυγκίνησαν όλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπαρακτικός — ή, ό / σπαρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και σπαραχτικός, ή, ό, Ν [σπαράκτης] νεοελλ. αυτός που προκαλεί βαθιά λύπη, που προξενεί σπαραγμό («σπαρακτικές κραυγές») αρχ. ο επιτήδειος στο να κατασπαράζει. επίρρ... σπαραχτικά / σπαρακτικῶς ΝΑ με σπαραγμό …   Dictionary of Greek

  • καρδιοκοπετός — καρδιοκοπετός, ὁ (Μ) σπαρακτικός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπετός (κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαραχτός — ή, ό, Ν [σπαράζω] σπαρακτικός …   Dictionary of Greek

  • Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… …   Dictionary of Greek

  • θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαραχτικός — σπαραχτικός, ή, ό βλ. σπαρακτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”