σπαρακτικός — ή, ό / σπαρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και σπαραχτικός, ή, ό, Ν [σπαράκτης] νεοελλ. αυτός που προκαλεί βαθιά λύπη, που προξενεί σπαραγμό («σπαρακτικές κραυγές») αρχ. ο επιτήδειος στο να κατασπαράζει. επίρρ... σπαραχτικά / σπαρακτικῶς ΝΑ με σπαραγμό … Dictionary of Greek
καρδιοκοπετός — καρδιοκοπετός, ὁ (Μ) σπαρακτικός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπετός (κόπτω)] … Dictionary of Greek
σπαραχτός — ή, ό, Ν [σπαράζω] σπαρακτικός … Dictionary of Greek
Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… … Dictionary of Greek
θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαραχτικός — σπαραχτικός, ή, ό βλ. σπαρακτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)